Ταλιόνι

Ταλιόνι
(Taglioni). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών χορευτών. 1. Μαρία (1804 – 1884). Κόρη του χορευτή Φίλιππου Τ. Πρωτοεμφανίστηκε στη Βιέννη με το έργο του πατέρα της Εισδοχή νύμφης στην αυλή της Τερψιχόρης. Το 1827 σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία στη Γαλλία και υπέγραψε συμβόλαιο με το εκεί θέατρο μελοδράματος. Για μια 5ετία εξάλλου έδινε παραστάσεις στη Ρωσία, όπου σημείωσε αληθινό θρίαμβο. Το 1845 εμφανίστηκε σε θέατρα του Λονδίνου αλλά την ίδια χρονιά αποσύρθηκε από τη σκηνή. 2. Φίλιππος (1777 – 1871). Χορευτής και χορογράφος. Έκανε τις πρώτες του εμφανίσεις σε σκηνή της Πίζας. Το 1799 χόρεψε στην Όπερα του Παρισιού στο έργο Το Καραβάνι του Καΐρου. Ο T., ο οποίος υπήρξε μέλος του θιάσου που έδινε παραστάσεις στο Βασιλικό Θέατρο της Στοκχόλμης, προσέφερε παράλληλα τις υπηρεσίες του επί 30 χρόνια, στα σημαντικότερα θέατρα της Ευρώπης, για λογαριασμό των οποίων χορογράφησε πολλά έργα. Τα σημαντικότερα έργα του τιτλοφορούνται: Η Ελβετίδα γαλακτοπώλισσα, Η Συλφίδα, Επανάσταση στο Σεράι, Η τσιγκάνα και Ο ίσκιος. Η Συλφίδα θεωρήθηκε το πρώτο χρονολογικά ρομαντικό χορόδραμα γι’αυτό και άσκησε μεγάλη επιρροή στην όλη εξέλιξη της τέχνης του χορού και της χορογραφίας. Η Μαρία Ταλιόνι χορεύει στη Συλφίδα. Έργο του Γκέιγκερ από σχέδιο του Σέλερ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπαλέτο — Ενιαία σκηνική παράσταση που αναπτύσσει πλήρως ένα συγκεκριμένο θέμα μέσω του χορού και της παντομίμας, με συνοδεία μουσικής και με τη βοήθεια σκηνικών και κουστουμιών. Είναι ένας τύπος θεάματος που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη –και από… …   Dictionary of Greek

  • Περό, Ζιλ — (Perrot, Λιόν 1810 – Παραμέ, Ιλ και Βιλέν 1892). Γάλλος χορευτής και χορογράφος. Σπούδασε στη σχολή του Βεστρίς, συναγωνίστηκε ως χορευτής με την Ταλιόνι, την Τσερίτο, τη Γκρίζι (που αγάπησε με πάθος), την Έλσλερ, με τις οποίες χόρεψε ως παρτενέρ …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”